τριάξ

τριάξ
ἡ, Α
βλ. τριακάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριάκων — τριάξ fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίακος — τριάξ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακάς — άδος, ἡ, ΜΑ, και επικ. και ιων. τ. τριηκάς και, κατά τον Ησύχ., τριάξ Α (συνηρ. τ. αντί τριακοντάς) ο αριθμός τριάντα αρχ. 1. η τριακοστή μέρα κάθε μήνα 2. μήνας που περιέχει τριάντα μέρες 3. (στην Αθήνα) καθένα από τα τριάντα γένη κάθε φυλής 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”